- καστανοπώλης
- οαυτός που πουλάει κάστανα βραστά ή ψητά, ο καστανάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
καστανάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 663 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς, 36 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουφαλίων. * * * ο καστανοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek